ἀκατονόμαστος — nameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατονόμαστος — η, ο (Α ἀκατονόμαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τόν καλούμε με τ’ όνομά του 2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω τής απρέπειας ή τής αισχρότητας του «ακατονόμαστα όργια» μσν. εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ἀκατονομάστως — ἀκατονόμαστος nameless adverbial ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονόμαστον — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc sg ἀκατονόμαστος nameless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστοις — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστου — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστους — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστων — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονομάστῳ — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατονόμαστα — ἀκατονόμαστος nameless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)