ακατονόμαστος

ακατονόμαστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν κατονομάζεται, δε λέγεται με το όνομά του: Μένει ακόμη ακατονόμαστος ο υποκινητής των ασχημιών αυτών.
2. εκείνος που δεν πρέπει ή δε θέλει κανείς να αναφέρει, επαίσχυντος: Άρχισε να ξεστομίζει βρισιές ακατονόμαστες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκατονόμαστος — nameless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατονόμαστος — η, ο (Α ἀκατονόμαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τόν καλούμε με τ’ όνομά του 2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω τής απρέπειας ή τής αισχρότητας του «ακατονόμαστα όργια» μσν. εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ἀκατονομάστως — ἀκατονόμαστος nameless adverbial ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονόμαστον — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc sg ἀκατονόμαστος nameless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστοις — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστου — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστους — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστων — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστῳ — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονόμαστα — ἀκατονόμαστος nameless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”